- ἑπταπόρου
- ἑπτάποροςwith seven tracksmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἑπταπόρου — Ἑπτάπορος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
BLEMYES it. BLEMIAE, BLENAE vel BLEPTAE — BLEMYES, it. BLEMIAE, BLENAE, vel BLEPTAE Aethiopum populi a Martiano Imperatore per Florum repressi, A. C. 450. Claudian. Errat Per Meroen, Blemyasque feros, atramque Syenen. Hi capite carent, oculosque habent et os pectori affixos. Monstra… … Hofmann J. Lexicon universale
επτάπορος — ἑπτάπορος, ον (Α) 1. (για τους επτά πλανήτες) αυτός που διανύει επτά διαφορετικές πορείες 2. (για τον αστερισμό τής Πλειάδος) αυτός που αποτελείται από επτά αστέρια «ἐγγὺς ἑπταπόρου Πλειάδος», Ευρ.) 3. (για ποταμό) με επτά στόμια στις εκβολές … Dictionary of Greek